- νευροδοχίτιδα
- ηιατρ. φλεγμονή τού οστεοϊνώδους πόρου από τον οποίο διέρχεται ένα νεύρο, η οποία προκαλεί επώδυνα φαινόμενα λόγω πιέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrodocite].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… … Dictionary of Greek